επίκριμα

επίκριμα
το (AM ἐπίκριμα)
φρ. «κλητήριον επίκριμα» — κλήση προσώπου για να δικαστεί ή να απολογηθεί σε κατηγορίες που τού αποδίδονται, η οποία παραδίδεται σε στενό συγγενή του εφόσον δεν ανευρίσκεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος
αρχ.
ένταλμα, απόφαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επικριτήριον — ἐπικριτήριον, τὸ (Μ) το επίκριμα …   Dictionary of Greek

  • κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος 2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από… …   Dictionary of Greek

  • κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κανείς. 2. «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα», το έγγραφο με το οποίο καλείται κανείς να παρουσιαστεί ως κατηγορούμενος σε δικαστή ή ανακριτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”